- σεκουνδαρούδης
- σεκουνδαρούδης, ὁ, of a gladiator,A secunda rude insignis, TAM2.117 ([place name] Lycia).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σεκουνδαρούδης — ὁ, Α (για ξιφομάχο) ξακουστός για την επιδεξιότητά του στην ξιφομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. secunda rude «με τη δεύτερη σπαθιά» + κατάλ. ούδης] … Dictionary of Greek